- μεσομετεωρολογία
- η(μετεωρ.) κλάδος τής μετεωρολογίας που ασχολείται με τη μελέτη τών ατμοσφαιρικών φαινομένων σε κλίμακα μεγαλύτερη από τής μικρομετεωρολογίας, αλλά μικρότερη τής λεγόμενης κυκλωνικής κλίμακας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek